Μίκης Θεοδωράκης

όταν η Ιστορία γράφεται με τραγούδια

Μαχόμενη τέχνη, Ποίηση και Τραγούδια ντοκουμέντα

“φάρδυνε η ψυχή μου για να τα αγκαλιάσει όλα”

Πως συνδέθηκε το έργο με τη γενιά του και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πως οι ποιητές και στιχουργοί σφράγισαν τη μουσική του και πως το περιεχόμενο των τραγουδιών ενώθηκε με το κοινό εκείνης της περιόδου μέσα από τραγούδια-ντοκουμέντα. Ποια μερίδα του κόσμου ταυτίστηκε με το έργο του συνθέτη, τι σηματοδοτήθηκε μέσα απ’ αυτό αναφορικά με την Ιστορία και πως η Ιστορία έγινε τέχνη. Μια απόπειρα “ανάγνωσης” της μουσικής, κι ένα ξεδίπλωμα των γεγονότων που σημάδεψαν την εποχή του, δίνοντας παράλληλα έρεισμα σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του. 

Κείμενο/Επιμέλεια: Βάσια Παρασκευοπούλου

Περιεχόμενα

Εισαγωγή

Στην ακμή της καλλιτεχνικής του πορείας, ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε έργα πρωτοποριακά στη σύλληψη τους, που παράλληλα άνοιξαν δρόμους προς καινούργιες κατευθύνσεις στο χώρο της μουσικής. Ουσιαστικά, στο έργο του επαναπροσδιορίζεται εξ’ ολοκλήρου το λαϊκό τραγούδι ενώ η μελοποιημένη ποίηση, γίνεται για πρώτη φορά μια γλωσσική επιλογή ικανή να μιλήσει στο σύνολο των ανθρώπων. Ωστόσο, η τεράστια απήχηση που συνοδεύει το έργο του σ’ ένα βαθμό οφείλεται στο γεγονός πως ο Μίκης Θεοδωράκης άντλησε υλικό από την ίδια του την εποχή και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν. Αντικειμενικά, τα πιο μεγάλα, καθοριστικά δημιουργήματα του συνδέονται άμεσα με τη συλλογική μνήμη της χώρας, καθώς ο ίδιος, ως πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, θα στρέψει συχνά την προσοχή του σε συγκεκριμένες θεματικές κατευθύνσεις που αφορούν βιώματα και ιστορικά ντοκουμέντα. Εκεί βρίσκει ανεξάντλητα το απαιτούμενο έρεισμα της δημιουργίας ο Μίκης Θεοδωράκης και γι’ αυτό και οι μελωδίες και τα τραγούδια του πολλές φορές έρχονται ως λύτρωση απέναντι σε τραύματα, ως επαναστατικές πράξεις, ως απάντηση σε κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, ως προπομποί ελπίδας, ως αυτούσιες ιδεολογίες που στέκονται απέναντι σε άλλες με σθένος. Αυτή η παράμετρος σε συνδυασμό με την οξύτατη αντιληπτική του ικανότητα όσον αφορά το περιεχόμενο ενός έργου κι επιπλέον άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δουλειάς του, όπως το αλάνθαστο κριτήριο βάση του οποίου θα επιλέξει τους συνεργάτες του, πλαισιώνουν πολύπλευρα κάθε φορά το εκάστοτε δημιούργημα του και τελικά πράγματι ο ίδιος και οι συνθέσεις του μεγαλουργούν. Τα έργα του ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, γίνονται σημείο αναφοράς αλλά και κώδικας μεταξύ ανθρώπων, ακούγονται και τραγουδιούνται και κυρίως αγαπιούνται από ένα πλήθος κόσμου. Πάνω τους ακουμπάει το θυμικό μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού καθώς και ένα μεγάλο κομμάτι μιας γενιάς που ενηλικιώθηκε σ’ ένα μεταίχμιο της Ιστορίας, συγκρουσιακό κι αντιφατικό, όσο κι η ίδια η χώρα.

Τα χρόνια της Κατοχής

1943-

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ομολογουμένως, είχε μια μυθιστορηματική ζωή καθώς πέρα από την τέχνη και την προσωπικότητα του, αυτή η ζωή διαδραματίστηκε και άπλωσε το νήμα της πάνω από έναν χάρτη κρίσιμων στιγμών του 20ου αιώνα. Γεννημένος στο ξεκίνημα σχεδόν αυτού του αιώνα (1925) θα έρθει στην Αθήνα της Κατοχής σε ηλικία 17 ετών.

Με την άφιξη του αρχίζει να συμμετέχει στην Αντίσταση, εκτελώντας χρέη διαφωτιστή στο Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, νευραλγικό κομμάτι του ΕΑΜ, της μεγαλύτερης οργάνωσης που πολέμησε κατά της Αντίστασης στην Κατοχή. Παράλληλα θα εγγραφεί στο Ωδείο, ξεκινώντας σπουδές δίπλα στον δάσκαλο Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Ωστόσο, η αντιστασιακή δράση του, παρά τις σπουδές, εξακολουθεί να είναι δραστήρια σε μια πόλη που εκείνη την περίοδο κοχλάζει καθώς πλήθος ανθρώπων είναι οργανωμένο, όπως κι αυτός.

Στα μαύρα χρόνια της μαύρης πείνας, είναι γεγονός, πως μια μερίδα του λαού συσπειρώνεται και οργανώνει από συσσίτια μέχρι απεργιακές κινητοποιήσεις, με κίνδυνο ζωής. Από τα χωριά μέχρι την Αθήνα, ένα κομμάτι της χώρας πεισματικά αντιστέκεται ενώ απ’ αυτό τον αγώνα δεν απουσιάζει ούτε κι ο κόσμος των γραμμάτων και της τέχνης. Στην πρωτεύουσα, σε πολλά Αθηναϊκά θέατρα παίζονται συγκαλυμμένες παραστάσεις αντιστασιακού περιεχομένου, λογοτέχνες της εποχής αρθρογραφούν στον παράνομο τύπο ενώ ως μια άτυπη μορφή πνευματικής αντίστασης μπορεί επίσης να θεωρηθεί το γεγονός ότι ποιητές όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης κι ο Νίκος Εγγονόπουλος γράφουν εκείνη την περίοδο ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα τους. Πολλοί συναντιούνται καθημερινά στο λεγόμενο «πατάρι» του Λουμίδη ανοίγοντας ένθερμες συζητήσεις για τις εξελίξεις. Εξίσου ένθερμος θα είναι όμως κι ο αποχαιρετισμός του Εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά, το 1943. Η κηδεία του μετατράπηκε στη μεγαλύτερη αντιστασιακή πορεία εκείνων των χρόνων με το πλήθος να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο και τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό να απαγγέλει το «Ηχήστε Σάλπιγγες».

Το ίδιο διάστημα, μια νέα λέξη θα κάνει ταυτόχρονα την εμφάνιση της στο καθημερινό λεξιλόγιο των ανθρώπων, σηματοδοτώντας μια διαφορετική κατεύθυνση κοινωνικής οργάνωσης που βρίσκεται υπό εξέλιξη στη χώρα. Η λέξη Λαοκρατία, πρακτικά, αφορά το είδος της επαναστατικής διακυβέρνησης που οργανώνει το ΕΑΜ εκείνο το διάστημα, με γνώμονα τη βούληση και τις πρωτοβουλίες του κάθε πολίτη. Η Λαοκρατία, που έχει τη βάση της σε δημοκρατικές διαδικασίες, γίνεται δημοφιλής και σταδιακά θα εμπλέξει μεγάλο μέρος της κοινωνίας, σε μια περίοδο που η Ελλάδα, ως κατεχόμενη, είναι κυβερνητικά ακέφαλη. Αυτή η νέα λέξη, φαίνεται πως θα ακολουθήσει τον Μίκη Θεοδωράκη για τα επόμενα χρόνια, όπως και η ποίηση.

Δεκεμβριανά - Εμφύλιος - Μεταπολική περίοδος

1944-

Ένα από τα πρώτα έργα του συνθέτη βασισμένο σε ιστορικό ντοκουμέντο είναι το έργο Ελεγείο και Θρήνος στον Βασίλη Ζάννο. Το έργο είναι μια προσωπική αφιέρωση στο πρόσωπο του Βασίλη Ζάννου, φίλου και συναγωνιστή του Μίκη Θεοδωράκη, που εκτελέστηκε το 1948 ύστερα από φυλακές, βασανισμούς και εξορίες. Βρισκόμαστε στα χρόνια της Ικαρίας και της Μακρονήσου, όταν αυτό που ακολουθεί μετά τη λήξη της Κατοχής είναι νέες ταραχές κι εγκλήματα που ξεπερνούν σε φρικαλεότητα κι εκείνα του κατοχικού πολέμου. Με την Απελευθέρωση είναι η στιγμή που η χώρα θα πρέπει να αναδομηθεί, αλλά εν τω μεταξύ έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της Ιστορίας ώστε τα πράγματα να επιστρέψουν στην προηγούμενη κανονικότητα τους. Έτσι οι διχασμοί οξύνονται, μαζί και τα πνεύματα και στη σκιά ενός Ψυχρού Πολέμου που μόλις ξεκινάει σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ελλάδα απασφαλίζει και πάλι τα όπλα. Τα Δεκεμβριανά, που εκτυλίσσονται στο κέντρο της Αθήνας, με τη συμμετοχή της Αγγλίας, κι αργότερα ο Εμφύλιος, με το έντονο κοινωνικοπολιτικό παρασκήνιο, θα σημαδέψουν ανεπανόρθωτα τη χώρα. Όταν το τέλος αυτής της περιόδου έρθει τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο καθώς, τα αμέτρητα θύματα του Εμφυλίου γίνονται αμέτρητοι τρόποι αντεκδίκησης ανάμεσα στους επιζήσαντες.

Σε συνέντευξη του ο Μίκης Θεοδωράκης, πολλά χρόνια αργότερα, αναφέρει:

Η Τέχνη είναι διάλογος ανάμεσα στον δημιουργό και ένα συγκεκριμένο κοινό στο οποίο απευθύνεται (…) και πρέπει να πω ότι κι εγώ σαν τραγουδοποιός πιστεύω ότι λειτούργησα σωστά, δηλαδή σε διάλογο ζωντανό με το κοινό της εποχής μου(…). Επιπλέον, ήμουν βαθύτατα πολιτικοποιημένος, με τη θέλησή μου πάντοτε ζωντανή και παρούσα να συμβάλω άμεσα και πολιτικά στην απαλλαγή της χώρας από τα κατάλοιπα του εμφυλίου πολέμου με στόχο τις Ελευθερίες και τα Δικαιώματα.

1946 Μίκης Θεοδωράκης Μυρτώ Αλτίνογλου Κατεβαίνοντας από την Ακρόπολη

1949-

Ανάμεσα στα σοβαρότερα κατάλοιπα του εμφύλιου πολέμου είναι πως οι ηττημένοι θα βρεθούν υπό διωγμόν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συνθέτης. Το άλλοτε δοξασμένο ΕΑΜ, διαλύεται, ενώ το κόμμα που έδινε την πολιτική κατεύθυνση στο ΕΑΜ, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, βγαίνει επίσης εκτός νόμου. Και οι δυο οργανώσεις αντιμετωπίζονται πλέον ως παράνομα κινήματα και γι’ αυτό και όλοι όσοι ήτανε μέλη τους καλούνται να επανεξετάσουν.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ως πρώην μέλος του ΕΑΜ, και ιδεολογικά προσανατολισμένος στο κίνημα του κομμουνισμού, με δράση κατά την περίοδο των προηγούμενων χρόνων, αλλά και έναν ήδη σχηματισμένο φάκελο που περιλαμβάνει συλλήψεις, σκληρούς βασανισμούς κι εξορίες, βγαίνει στην παρανομία. Όσο ο ίδιος κρύβεται σε σπίτια φίλων, η χώρα τυπώνει χιλιάδες «πιστοποιητικά υγιών κοινωνικών φρονημάτων» και οι πολίτες ταξινομούνται στους έχοντας υγιή φρονήματα ή μη. «Οι εσωτερικάς σκέψεις, ιδέας και αρχάς» αρχίζουν να περνάνε από στενό έλεγχο, με τη χώρα να εξακολουθεί να τρέφει και να συντηρεί τον διχασμό. Φυλακές και κελιά ανοίγουν για να στριμώξουν πλήθος ανθρώπων ενώ όταν δεν ακολουθεί συμμόρφωση, το πλήθος στέλνεται σε νησιά εξορίας. Στα πλαίσια της αντιμετώπισης της λεγόμενης «κομμουνιστικής απειλής», πολλοί βασανίζονται ή εκτελούνται. Γίνονται μαζικές απολύσεις κι υπάρχει μαζική έξοδος από τη χώρα.

Πολιτικοί εξόριστοι στο 401 Γενικό Νοσοκομείο 1948

1951-

Εξαιτίας μιας γαλλικής εκπαιδευτικής πολιτικής υποτροφιών διάφοροι νέοι καλλιτέχνες όπως ο Ιάννης Ξενάκης και ο Κορνήλιος Καστοριάδης θα φύγουν επίσης για το εξωτερικό, με το επιπλέον προνόμιο των σπουδών. Αφού ο Μίκης Θεοδωράκης εξακολουθήσει να ζει παράνομα για ένα διάστημα κι αφού τελικά πάρει το πτυχίο του και με αυτό αρχίσει να δουλεύει, αποφασίζει τελικά να εγκαταλείψει κι εκείνος την Ελλάδα και λαμβάνοντας μια υποτροφία από το IKY φεύγει για τη Γαλλία.

1954- Επιτάφιος

Στο Παρίσι αρχίζει να φοιτά δίπλα σε κορυφαία ονόματα ενώ παράλληλα συνθέτει μανιωδώς στο μικρό διαμέρισμα που ζει μαζί με τη σύζυγο του Μυρτώ. Η δουλειά του εντυπωσιάζει καθηγητές και μη κι ένας ψίθυρος ξεκινάει να ακολουθεί το όνομα του. Το 1957 στη Μόσχα θα του απονεμηθεί το πρώτο βραβείο από τον Shostakovich για το έργο του, Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Την ίδια χρονιά συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Covent Garden, Stuttgart Ballet του Λονδίνου κι επίσης για τον κινηματογράφο. Τέλος, την ίδια εκείνη χρονιά θα παραλάβει ένα πακέτο που θα του αλλάξει τη ζωή. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος στέλνει ταχυδρομικά όλα του τα βιβλία κι ανάμεσα τους βρίσκεται κι ο Επιτάφιος.

Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος είναι ένα ποίημα εξολοκλήρου γραμμένο με αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό. Τον Μάιο του 1936, σε μια εργατική απεργία καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, ένας νεαρός άντρας 25 ετών, χάνει τη ζωή του χτυπημένος από τη χωροφυλακή. Η φωτογραφία του νεκρού νεαρού άντρα μαζί με τη μητέρα του να θρηνεί στη μέση του δρόμου δημοσιεύτηκε στον τύπο. Όταν ο Γιάννης Ρίτσος – που τότε είναι σχεδόν συνομήλικος με τον σκοτωμένο άντρα – βλέπει τη φωτογραφία, συγκλονίζεται σε τέτοιο βαθμό που επιστέφει σπίτι του και γράφει τον Επιτάφιο, απνευστί, μέσα σε δυο μέρες.

Έχουν περάσει ακριβώς 15 χρόνια από τη μάχη των Δεκεμβριανών, στην οποία πήρε μέρος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Η μεγάλη εκείνη αιματοβαμμένη σύγκρουση που προηγήθηκε του Εμφύλιου, ξεκίνησε όταν δυο μήνες μετά την Απελευθέρωση, μια πορεία του ΕΑΜ χτυπήθηκε από την αστυνομία. Ο πρώτος απολογισμός ήταν 11 νεκροί και 60 τραυματίες και τις επόμενες μέρες θα ακολουθούσαν κι άλλες συγκρούσεις με νεκρούς, πριν τα επεισόδια γενικευτούν.

Γιάννης Ρίτσος / Μίκης Θεοδωράκης

Το έργο Επιτάφιος, συνδέει τα δυο αυτά ντοκουμέντα και τα αλληλοκαθρεφτίζει κι έτσι το κείμενο ισχυροποιείται στο παρόν της εποχής του. Με την ίδια ορμή που ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το ποίημα, ο Μίκης Θεοδωράκης το μελοποιεί κι αμέσως στέλνει τις παρτιτούρες στον καρδιακό του φίλο Μάνο Χατζιδάκι, που τελικά ανέλαβε να κάνει και την ενορχήστρωση. Αφότου η συμφωνία έκλεισε, ο Μίκης Θεοδωράκης φόρτωσε στο αυτοκίνητο του ένα μάτσο ντοσιέ με νότες και ξεκίνησε οδικώς να επιστρέφει από Παρίσι – Αθήνα.

Λίγο νωρίτερα, το διάστημα που βρισκότανε στη Μόσχα, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει σε μια ανοιχτή επιστολή του:

Υπάρχει ένα κοινό αίσθημα που ενώνει τη γενιά μας. Είναι η γενιά που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, που πάλεψε μέσα στην Κατοχή, που ανδρώθηκε μέσα στην καθημερινή πάλη για την κατάκτηση της ζωής με ανθρωπιά. Ζήσαμε όλ’ αυτά τα χρόνια αγκαλιά με τον πόλεμο, με τη στέρηση, με την πείνα και με το φόβο. Μας οδήγησαν σε θαλάμους βασανιστηρίων και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να τσακίσουν τις καρδιές μας, μας μπόλιασαν με την αγωνία και μας έριξαν στη σφαγή και την αλληλοσφαγή για να σβήσουν τα όνειρά μας και να λυγίσουν τη θέλησή μας. Μας στέρησαν τη χαρά της ζωής, τη χαρά τη δημιουργίας, μας στέρησαν το δικαίωμα της χαράς, το δικαίωμα της αγάπης. Όμως μέσα σ’ αυτή την πάλη και την αγωνία στερεώσαμε το χαρακτήρα μας. Η δύναμη μας είναι ηθική. Η δύναμη μας είναι να ζήσουμε με ευθύνη (…).

1960-

Πιστός στα όσα είχε γράψει εκείνη την περίοδο της ζωής του, καταφτάνει στη χώρα για τις ηχογραφήσεις του Επιταφίου. Αρχικά ξεκινάει η ενορχήστρωση με τον Μάνο Χατζηδάκι – όπως και είχε συμφωνηθεί – αλλά στην πορεία ο συνθέτης το μετανιώνει. Αλλάζει κατεύθυνση, αναλαμβάνει ο ίδιος την ενορχήστρωση, επιλέγει για σολίστ τον μεγάλο δεξιοτέχνη του λαϊκού έγχορδου Μανώλη Χιώτη και εμπιστεύεται τη φωνή της θρηνούσας μάνας όχι σε γυναίκα αλλά σε άντρα. Με αυτήν την επιλογή, κάνει μια κίνηση ανατροπής για τα καλλιτεχνικά και όχι μόνο δεδομένα. Ο λούμπεν Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ένας τραγουδιστής και πρώην υδραυλικός από το Περιστέρι, ένα πραγματικό «παιδί του λαού», δεν αρέσει αρχικά σε όλους. Μια μερίδα της τότε Αριστεράς θα γυρίσει επιδεικτικά την πλάτη της προς το έργο, την ίδια στιγμή που μια μεγαλύτερη μερίδα θα το αγκαλιάσει.

Βρισκόμαστε στο 1960 και η Μακρόνησος, ως τόπος εξορίας, έχει κλείσει μόλις το 1957. Επιπλέον, οι φυλακές και τα στρατόπεδα εξακολουθούν να στοιβάζουν κόσμο και κανένας απ’ αυτούς τους φυλακισμένους δεν μπορεί να ελευθερωθεί αν δεν αποκηρύξει πρώτα γραπτώς την κομμουνιστική ιδεολογία του. Τέλος, οι μνήμες των Δεκεμβριανών, του Εμφυλίου, και της Κατοχής δεν έχουν ακόμη σβήσει…

Τραγουδώντας τον Επιτάφιο ένα κομμάτι του λαού, λυτρώνει κι απελευθερώνει τις συσσωρευμένες πληγές του. Επιπλέον, η αγωνιστική δύναμη του κειμένου, με κεντρικούς χαρακτήρες μια μάνα κι έναν εργάτη, εμψυχώνει όσους ταυτίζονται ιδεολογικά με το έργο και βιώνουν κοινωνικές αδικίες που σχετίζονται με τις θυσίες των εργατών και εν γένει με την κοινωνική ανισότητα. Καθώς η κοινωνική ανισότητα συχνά συνοδεύεται κι από άλλες αδικίες – εξαιτίας της φίμωσης των αδυνάμων – το έργο ανοίγει και προς άλλες κατευθύνσεις που συνδέονται άμεσα με τα κυρίαρχα ζητήματα που απασχολούν το κοινό εκείνης της περιόδου. 

Η μεγάλη απήχηση που τελικά θα έχει το έργο, αιφνιδιάζει ωστόσο ακόμη και τον συνθέτη, που δηλώνει πως δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως ένα έργο με τόσο… μακάβριο τίτλο θα έβρισκε υποστηριχτές.

Μετά τον Επιτάφιο, πάντως, γίνεται πιο ξεκάθαρο και στον ίδιο ποιο θα είναι το κοινό που θα τον ακολουθήσει…

“Ένα κοινό φορτισμένο από ιδέες, επιδιώξεις και οράματα που βλέπει στο τραγούδι ένα πιστό εκφραστή των πιο μύχιων συναισθημάτων του…”

Την ίδια περίοδο αποκρυσταλλώνεται επίσης μέσα του και η δημιουργική του προτεραιότητα σε επίπεδο καλλιτεχνικής αναζήτησης. Πλέον, καλλιτεχνικός σκοπός του Μίκη Θεοδωράκη είναι να παντρέψει τη Μεγάλη Ποίηση, τον Συμφωνικό Ήχο, τη Λαϊκή Παράδοση και το Σύγχρονο Λαϊκό Τραγούδι. Αυτή η καλλιτεχνική απόφαση κρύβει όμως μέσα της κι ένα ευρύτερο όραμα. Παράλληλος σκοπός αυτού του εγχειρήματος είναι η τέχνη να γίνει κτήμα του Λαού και όχι μόνο μιας προνομιούχου μειοψηφίας, όπως δηλώνει.

1954 Ρώμη Μάνος Χατζιδάκις Μίκης Θεοδωράκης

Άξιον Εστί

Μέσα σ’ αυτήν τη συνθήκη, συναντιέται και με τον Οδυσσέα Ελύτη και παίρνει στα χέρια του το Άξιον Εστί.

Το Άξιον Εστί, πνευματικό δημιούργημα του μεγάλου ποιητή, είναι ένα έργο εξίσου διαχρονικό αλλά και επίκαιρο με την εποχή του, καθώς πίσω από το συμβολισμό και τη ρέουσα ποιητικότητα της γλώσσας, κρύβει βαθύτερους στοχασμούς, που πατάνε γερά στην Ιστορία, στα ζητήματα και τις πληγές του τότε. Επιπλέον, το ύφος δέησης που διατρέχει το ποίημα, παραπέμπει σε μια έντονη προσπάθεια ανάκτησης μιας χαμένης πίστης, αλλά και σε στιγμές μοναξιάς και αναμέτρησης με το θάνατο. Μέσα απ’ το έργο ξυπνούν μνήμες πολέμου, που αναζητούν διέξοδο και κάθαρση.

 Όπως είχε συμβεί και με τον Επιτάφιο, μετά την πρώτη ανάγνωση, ο Μίκης Θεοδωράκης θα ξεκινήσει ακαριαία τη μελοποίηση του ποιήματος, αφήνοντας όμως τελικά να παρέλθει κάποιος χρόνος πριν την τελική κυκλοφορία του έργου. Στο μεταξύ, θα ασχοληθεί με τον δίσκο Πολιτεία που επίσης εμπεριέχει ένα τραγούδι – ντοκουμέντο, εμπνευσμένο από τη λεγόμενη «μάχη της παράγκας» που εκτυλίσσεται εκείνη την περίοδο στη Δραπετσώνα.

1961- Πολιτεία

Είναι η δεκαετία που η χώρα αρχίζει εμφανώς να αλλάζει καθώς εξαιτίας της κατοχικής οικονομικής ενίσχυσης που έχει λάβει γίνονται έργα υποδομής. Κομμάτι αυτής της ανάπλασης είναι και η ανέγερση πολυκατοικιών, σε ιδιωτικά και δημόσια οικόπεδα. Σε κάποια απ’ αυτά τα οικόπεδα υπάρχουν κι οι λεγόμενες παραγκουπόλεις, δηλαδή οικισμοί από παράγκες που έχουν φτιαχτεί από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η μεγαλύτερη, αυτή της Δραπετσώνας, έχει 25.000 παραπήγματα και άρα τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό ανθρώπων. Μόλις η τότε κυβέρνηση θα επιχειρήσει να γκρεμίσει τις παράγκες αυτού του κόσμου χωρίς αποζημιώσεις, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει τη Δραπετσώνα σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη και φωνή Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Το τραγούδι μπαίνει στον κύκλο Πολιτεία, έναν κύκλο με καθαρά λαϊκά τραγούδια που πατάνε ρυθμικά πάνω στο χασάπικο και το ζεϊμπέκικο, ενώ την ίδια στιγμή μιλάνε με ρεαλισμό για όλα όσα βασανίζουν εκείνη τη στιγμή το λαό. Πέρα από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο Μίκης Θεοδωράκης θα συνεργαστεί σ’ αυτό τον κύκλο τραγουδιών με τη Μαρινέλλα αλλά και τον κατεξοχήν λαϊκό τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη. Μαζί με την κυκλοφορία του δίσκου ο συνθέτης αποφασίζει να φύγει και να περιοδεύσει σε πόλεις και χωριά της επαρχίας, με σκοπό να ακουστούν τα τραγούδια κατ’ ευθείαν στο λαό. Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, που έχει γράψει και το μεγαλύτερο μέρος των στίχων, ακολουθεί στην περιοδεία και μετά το τέλος της εκάστοτε συναυλίας σηκώνεται και απαγγέλει ποιήματα, μπροστά σε ένα έκπληκτο, συγκινημένο κοινό που ακούει ποίηση δια στόματος ποιητή για πρώτη φορά.  

1964-

Τρία χρόνια αργότερα, το 1964, ο Μίκης Θεοδωράκης βγάζει τελικά από τα συρτάρια του και τις παρτιτούρες του Άξιον Εστί και το παρουσιάζει στο θέατρο Rex. Την ημέρα της παρουσίασης η υποδοχή από το κοινό είναι χλιαρή αλλά μόλις ο δίσκος κυκλοφορεί γίνεται αμέσως ανάρπαστος. Σε μια δική του αφήγηση, ο συνθέτης κάνει αναφορά σ’ ένα περιστατικό στις Σέρρες, όταν βλέπει κάποιον να πλησιάζει με ένα μουλάρι το συνοικιακό δισκάδικο της πόλης. Από περιέργεια ο Μίκης Θεοδωράκης πηγαίνει κοντά και τον ρωτάει τι ψάχνει. Η απάντηση που πήρε ήταν: « Με έστειλε το χωριό να αγοράσω το Άξιον Εστί».

Ο ίδιος ο συνθέτης, αναλύοντας τη μουσική του σ’ αυτό το έργο, κάνει λόγο για ένα Λαϊκό Ορατόριο και ένα είδος Μετασυμφωνικής Μουσικής. Και το κοινό, που δεν χρειάζεται πάντα τόσες αναλύσεις, απλώς τραγουδάει για έναν ήλιο που ποθεί να γυρίσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το κομμάτι Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ θα γίνει τραγούδι – σύμβολο κατά της δικτατορίας από τους φοιτητές.

Μετά και την κυκλοφορία του Άξιον Εστί, ο Μίκης Θεοδωράκης εδραιώνεται και πλέον αποκτάει άρρηκτη σύνδεση, ως καλλιτέχνης, με ένα συγκεκριμένο είδος κοινού. Ο πολιτικός προσανατολισμός του, ο προγενέστερος βασανισμός, οι εξορίες, η κινηματική του δράση, όπως αυτή παρουσιάζεται και μέσα απ’ την τέχνη (π.χ. Δραπετσώνα) και φυσικά το ίδιο του το έργο συνολικά, μορφοποιούν ευκρινώς το προφίλ του καλλιτέχνη και δένουν σφιχτά τη σχέση του με τους ανθρώπους της Αριστεράς, του λαού και του αγώνα.

1965-
Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν

Χωρίς δισταγμούς, ο Μίκης Θεοδωράκης προχωράει τότε και στο επόμενο πολιτικοποιημένο δίσκο του, ένα δίσκο με εξίσου ισχυρά πατήματα επί του πραγματικού, και κυκλοφορεί το 1965, Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη,

Το όνομα Μαουτχάουζεν που υπάρχει στον τίτλο, υπήρξε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί κι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Αυστρίας. Υπολογίζεται πως εκεί βρήκαν φρικτό θάνατο πάνω από 100.000 άνθρωποι, κι ο συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης, είχε επίσης ζήσει στα μαυρισμένα εδάφη του, όντας κρατούμενος των Ναζί.

Μ’ αυτό το έργο, που είναι βασισμένο εξολοκλήρου σε προσωπικό βίωμα, πραγματοποιείται μέσω της τέχνης μια δημόσια στοχευμένη διαμαρτυρία και εκφράζεται ο αποτροπιασμός για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που προκλήθηκαν από τους ναζιστές. Ο δίσκος συνδέθηκε ακαριαία με την πάλη κατά του φασισμού, ενώ επιπλέον συνέβαλλε σε μια ευρύτερη γνωστοποίηση των εγκλημάτων και στην ευαισθητοποίηση του κόσμου απέναντι στα όσα έγιναν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Οι φυλακές, ο εκτοπισμός, και οι βασανισμοί που έχει ζήσει κι ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης σε συνδυασμό με την ιδεολογική σύμπνοια που νιώθει για το περιεχόμενο των στίχων φανερώνονται και μέσα από τη μουσική που θα συνθέσει σ’ αυτό τον κύκλο. Ιδιαίτερα το κομμάτι Το Άσμα Ασμάτων, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη, θα περάσει στην ιστορία ως είναι ένα από τα σπαρακτικότερα, κορυφαία τραγούδια για την αγάπη και την απώλεια. Σ’ αυτό το τραγούδι, οι άνθρωποι, τραγουδούν και μαζί δακρύζουν όχι μόνο για όσα έχασαν οι ίδιοι, αλλά και για όλα όσα έζησε εκείνο το διάστημα ολόκληρη η ανθρωπότητα. Επιπλέον, το αίσθημα της ηθικής δικαίωσης ενισχύεται σε όποιον απ’ αυτούς εναντιώθηκε για να παλέψει το τέρας του φασισμού. Ο δίσκος, και τα τραγούδια, θα καταξιωθούν αμέσως, φωλιάζοντας παράλληλα στις καρδιές χιλιάδων ανθρώπων.

Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν πήρε εγκώμια από Έλληνες και ξένους κριτικούς ενώ οι Times της Νέας Υόρκης χαρακτήρισαν το έργο ως το «Σημαντικότερο έργο που γράφτηκε ποτέ για το Ολοκαύτωμα».

1966-
Η Ρωμιοσύνη

Η Ρωμιοσύνη, ο επόμενος δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη, θα κυκλοφορήσει ακριβώς ένα χρόνο μετά, δηλαδή το 1966.

Η Ρωμιοσύνη, γράφτηκε από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο ενώσω η χώρα βρισκόταν στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου και το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής προς το κίνημα του ΕΑΜ που πολέμησε στην Αντίσταση. Είναι επίσης ένα έργο για όλους τους Αντάρτες των βουνών του Δημοκρατικού Στρατού και μ’ αυτό το έργο ο Γιάννης Ρίτσος, ως ιδεολόγος κομμουνιστής κι αγωνιστής κι ο ίδιος, κάνει μια κατάθεση ψυχής για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, και τον αδιάκοπο αγώνα για ελευθερία και ανθρωπιά.

Η Ρωμιοσύνη, είναι ένας δίσκος που ταυτίζεται απόλυτα μ’ ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που κι εκείνα τα τραγούδια αγκαλιάστηκαν αμέσως. Στην πρώτη συναυλία, που έγινε το 1966 στο γήπεδο της ΑΕΚ της Ν. Φιλαδέλφειας, η υποδοχή ήταν ένθερμη και οι κερκίδες κατάμεστες. Ανάμεσα στο κοινό βρισκόντουσαν επιζήσαντες του Εμφυλίου, ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες που πήραν μέρος στην Αντίσταση αλλά και χιλιάδες άλλοι συνομήλικοι του Μίκη Θεοδωράκη, πρώην μέλη του ΕΑΜ. Η συγκεκριμένη συναυλία, εξαιτίας της σύνθεσης του κόσμου που την παρακολουθούσε, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορική, με το κοινό όρθιο να τραγουδάει ποίηση, συνοδεύοντας με τη φωνή του τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που σφράγισε με την ερμηνεία του αυτό το έργο.

Εκ των υστέρων θα μπορούσαμε να πούμε, πως σε πολλά σημεία κυριαρχεί ένα επικό, δραματικό ύφος, φτάνοντας στο όριο του να γίνει πομπώδες. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την περίοδο αυτός ο «επικός τόνος», προσφέρει ανάταση και δύναμη σ’ εκείνη τη μερίδα του λαού που νιώθει καταπατημένη από την Ιστορία και αναζητάει να ορθώσει το ανάστημα της πάλι ψηλά.

το έργο Ζ · η δολοφονία Λαμπράκη · το κίνημα των Λαμπράκηδων

 

Επιστρέφοντας στο δίσκο Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, ας προστεθεί πως ένα από τα κομμάτια, θα γίνει αργότερα και το μουσικό μοτίβο στην κινηματογραφική ταινία Ζ, σε σκηνοθεσία Κώστα Γαβρά. Η ταινία, βασίζεται στο βιβλίο-ντοκουμέντο του συγγραφέα Β. Βασιλικού και αφορά την υπόθεση Λαμπράκη.

Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, απόρροια της επίμονης καταδίωξης των κομμουνιστών, συνδέεται μεθοδολογικά με τον Ψυχρό Πόλεμο και τις ευρύτερες τακτικές που χρησιμοποιούσε ως εργαλεία, ωστόσο το συγκεκριμένο περιστατικό θα προκαλέσει ένα ντόμινο πολιτικών ανατροπών, καθώς και μια σειρά αποκαλύψεων σε σχέση το λεγόμενο παρακράτος. Η υπόθεση προκάλεσε ντόρο στην εποχή της, το δικαστήριο έκρινε πως ο Γρηγόρης Λαμπράκης είχε δολοφονηθεί από παρακρατικούς, και το αποτέλεσμα ήταν μεγάλες πολιτικές αναταράξεις.

Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, στάθηκε επίσης το έναυσμα για να δημιουργηθεί η Νεολαία Λαμπράκη, με εκπρόσωπο τον Μίκη Θεοδωράκη το 1963. Η ίδρυση της έγινε από είκοσι άτομα, διανοούμενους, επιστήμονες, φοιτητές, εργάτες, δημοσιογράφους ενώ, ανάμεσα στα ονόματα υπάρχουν κι άλλοι καλλιτέχνες όπως ο Νίκος Κούνδουρος και ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Το κίνημα Λαμπράκη θα γίνει αμέσως πολυπληθές και χιλιάδες νέα άτομα θα συσπειρωθούν εκεί, ξεκινώντας να διοργανώνουν σειρά από δράσεις, που περιλαμβάνουν από προβολές κινηματογραφικών ταινιών σε χωριά μέχρι διαλέξεις σε καφενεία, για θέματα που αφορούν την τοπική κοινωνία. Η φυλαγμένη λέξη Λαοκρατία επανέρχεται εδώ, ενώ ο ίδιος ο αντίκτυπος των Λαμπράκηδων είναι τελικά τέτοιος ώστε βάση νόμου να απαγορευτεί στους μαθητές των σχολείων της χώρας να γίνουν μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη.

Δικτατορία

1967-

Με την άνοδο της Δικτατορίας, και το ιστορικό που είχε ήδη συγκεντρώσει ο Μίκης Θεοδωράκης, τόσο καλλιτεχνικά όσο και πολιτικά, αυτονόητα γίνεται στόχος από την πρώτη στιγμή.

Ανάμεσα στις απαγορεύσεις που επέβαλε το νέο καθεστώς, ήταν κι αυτό της μουσικής του. Συγκεκριμένα, απαγορεύτηκε η ανατύπωση ή εκτέλεσης της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστή συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη και δόθηκε η εντολή άπαντα τα άσματα – τα χρησιμοποιούμενα υπό της κινήσεως της κομμουνιστικής νεολαίας – να καταστραφούν.

Εξάλλου, η ίδια η Δικτατορία υποστήριζε πως είχε προχωρήσει στο σχέδιο της στρατιωτικής κατάληψης της χώρας, στο όνομα του «κομμουνιστικού κινδύνου», κι άρα, συνακόλουθα, όλοι οι κομμουνιστές βρισκόντουσαν εκ νέου στο στόχαστρο.

Από το τέλος του Εμφυλίου, είχε εγκαθιδρυθεί ένα εκτεταμένο δίκτυο ελεγκτικού μηχανισμού και παρακολούθησης πολιτών, βάσει του οποίου καταγράφονταν προσωπικά στοιχεία και συλλέγονταν πληροφορίες για τον καθένα. Όταν οι φάκελοι αυτοί θα ανοίξουν, πολλά χρόνια αργότερα, θα διαπιστωθεί πως είναι περίπου 15 εκ. φάκελοι.

Είναι άγνωστο σε τι βαθμό χρησιμοποίησε η Δικτατορία αυτούς τους φακέλους, αλλά είναι βέβαιο πως σε ένα βαθμό χρησιμοποιήθηκαν. Έγιναν χιλιάδες συλλήψεις και αφού οι φυλακές δεν χωρούσαν πλέον άλλο κόσμο, ενεργοποιήθηκαν ξανά διάφορα νησιά εξορίας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας περνάει και πάλι στην παρανομία και μόλις λίγες μέρες αργότερα συντάσσει την πρώτη προκήρυξη κατά της χούντας, ενώ παράλληλα ιδρύει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΜ. Η οργάνωση κυκλοφορεί φυλλάδια, κηρύσσοντας πανστρατιά εναντίον του καθεστώτος.

1967 - 1969

Ο κύκλος τραγουδιών τα Τραγούδια του Ανδρέα, σε στίχους και μουσική του συνθέτη, γράφεται αναφορικά με εκείνη την περίοδο που ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνεται και οδηγείται στο κτίριο της Ασφάλειας, στην οδό Μπουμπουλίνας. Ο Ανδρέας, ο μετέπειτα βουλευτής Ανδρέας Λεντάκης, που αναφέρεται στο τίτλο, είναι φίλος απ’ το παρελθόν, συναγωνιστής και συγκρατούμενος του συνθέτη στο ίδιο μέρος. Πολύ γνωστά τραγούδια αυτού του κύκλου όπως Το σφαγείο αποτελούν ντοκουμέντα. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, η περιγραφή που θα δώσει ο Ανδρέας Λεντάκης για τα βασανιστήρια που δέχεται στην ταράτσα της Ασφάλειας, θα γίνει κι η αρχή του τραγουδιού. Ο στίχος Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα είναι κι η φράση που τελικά επικράτησε από το κοινό ως τίτλος.

Ο κύκλος από εκείνα τα τραγούδια, όπως κι ο επόμενος, θα συμπεριληφθούν στο δίσκο Τα Τραγούδια του Αγώνα, που φυσικά θα κυκλοφορήσει μετά την πτώση της δικτατορίας. Σε ολόκληρο το δίσκο Τα Τραγούδια του Αγώνα, οι αναφορές αντλούνται από βιώματα εκείνης της περιόδου. Το τραγούδι Διότι δεν συνεμορφώθην, καθώς και το Μην ξεχνάς τον Ωρωπό είναι επίσης μια μορφή ντοκουμέντου, σε στίχους και μουσική του ίδιου του συνθέτη. Το τραγούδι, συνδέει μέσα σε μια και μόνο πρόταση όλη τη σύγχρονη ιστορία – τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το τι διακυβεύτηκε τότε, αλλά και την τροπή που πήραν τα πράγματα μέσα στα χρόνια. Κι εσύ λαέ της Ελλάδας μην ξεχνάς τον Ωρωπό, μην ξεχνάς τον Φασισμό γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, κάνοντας έκκληση στη μνήμη, αλλά και υπογραμμίζοντας με διαύγεια πως το φασιστικό καθεστώς δεν έχει τελειώσει. Μέσα από τις φυλακές, μάχεται και παλεύει για την πραγματική Δημοκρατία, την πτώση της Χούντας και το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης. Το είδος αυτό της γραφής, εντάσσεται στην αντιστασιακή ποίηση, που πέρα από καταγγελτική, λειτουργεί επίσης και ως πληροφοριακό υλικό, διαδίδοντας τους τρόπους και τις αυταρχικές πρακτικές του στρατιωτικού καθεστώτος και της τυραννίας.

Η ίδια η ζωή του Μίκη Θεοδωράκη θα περάσει εκείνο το διάστημα δια πυρός και σιδήρου και αυτό που βιώνει είναι ένας καταιγισμός: κράτηση και απομόνωση σε κελί, μετακίνηση στις φυλακές Αβέρωφ, παρατεταμένη απεργία πείνας, αποφυλάκιση με όρους κατ’ οίκον περιορισμού, εκτοπισμός στη Ζατούνα, φυλακή εκ νέου στο στρατόπεδο Ωρωπού.

Στις φυλακές Αβέρωφ, ο Μίκης Θεοδωράκης, έχοντας φτάσει σε οριακή κατάσταση, και όντας μέσα σε παροξυσμό, θα γράψει 32 ποιήματα. Εν αναμονή βασανιστηρίων και πιθανής εκτέλεσης, στα ποιήματα αυτά μεταξύ άλλων περιγράφει αγγέλους με τζετ, κόκκινες σαύρες και ουράνιες πόρνες…

Αργότερα κάποια απ’ αυτά θα αποτελέσουν υλικό για τον δίσκο Ο Ήλιος και Ο Χρόνος, ένα έργο που είναι ενδεικτικό της έντασης αυτής της περιόδου, τόσο της δικής του όσο και της χώρας. Πέρα από εκείνον είναι χιλιάδες κι όσοι άλλοι βιώνουν ακριβώς την ίδια κατάσταση και διώκονται, φυλακίζονται, βασανίζονται ή και εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες.

Όσο βρίσκεται φυλακισμένος στο στρατόπεδο Ωρωπού, εμφανίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και ξεκινάει η κατάρρευση του. Όντας σε κρίσιμη κατάσταση, στο εξωτερικό ξεσπάει θύελλα διαμαρτυριών και πρόσωπα όπως Dmitri Shostakovich, Arthur Miller, Laurence Olivier, Yves Montand αρχίζουν να ζητούν επιτακτικά την απελευθέρωσή του.

Εξαιτίας της παγκόσμιας κατακραυγής, τελικά πράγματι τον αφήνουν ελεύθερο και το 1971, φεύγει αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Με την άφιξη του κάνει ξανά έκκληση στη διεθνή κοινότητα για την ανάγκη πτώσης του δικτατορικού καθεστώτος.

1970-

Αφού φύγει στο εξωτερικό, αρχίζει να προτρέπει και άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κι έτσι σιγά σιγά διάφοροι συνεργάτες του θα πάνε να τον βρουν, ώστε να φτιάξουν την ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης. Μαζί με τους ερμηνευτές Μαρία Φαραντούρη και Αντώνη Καλογιάννη, δημιουργούν ένα κοινό μέτωπο αγώνα, και δίνουν πάνω από 1300 συναυλίες, μέσω των οποίων γνωστοποιούν την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, ευαισθητοποιώντας την κοινή γνώμη. Παράλληλα, ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, δίνει ομιλίες, γράφει άρθρα, κάνει συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και μιλάει στο ραδιόφωνο για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Η δράση κι οι συναυλίες του εμψυχώνουν και δίνουν βήμα διαμαρτυρίας και σε άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα. Πολύ συχνά, μέσω της ελληνικής ραδιοφωνικής εκπομπής της Deutsche Welle, και παρά τη λογοκρισία, επικοινωνεί παράνομα με τη χώρα, ανταλλάσσοντας πολιτικές απόψεις. Τόσο εκτός όσο και εντός συνόρων, εκείνο το διάστημα, θα μετατραπεί πλέον σε ένα σύμβολο αγωνιστή, ενώ τα τραγούδια του, έχοντας ισχυροποιηθεί με πολυσήμαντους τρόπους μέσα στα χρόνια, ταυτίζονται πια ολοκληρωτικά με την πάλη για Ελευθερία, Δικαιώματα και Δημοκρατία.

1973- Λιανοτράγουδα

Στο διάστημα εκείνης της περιόδου, και με απώτερο σκοπό να στρέψει μέσω της τέχνης ακόμη περισσότερο την προσοχή της διεθνής κοινότητας προς το δράμα της χώρας, επικοινωνεί και με τον Γιάννη Ρίτσο. Μετά από κρυφή έκκληση του συνθέτη, γράφονται τότε σε φόρμα δημοτικών λιανοτράγουδων, τα 16 τετράστιχα που θα αποτελέσουν τα τραγούδια του δίσκου Τα 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας. Το έργο, με τα 16 μικρά γλωσσικά κομψοτεχνήματα του Γιάννη Ρίτσου, μελοποιείται και μπαίνει στην υπηρεσία της μαχόμενης τέχνης. Πίσω από την προβολή της δημοτικής κουλτούρας, ο Μίκης Θεοδωράκης, είναι ξεκάθαρο ότι προσπαθεί να ενισχύσει την αγάπη του κόσμου για την Ελλάδα, και διεκδικεί τη δικαίωση του αιτήματος του για πτώση της χούντας.

Τα 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας παίζονται σε συναυλίες απ’ άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη, και πράγματι συμβάλουν με το τρόπο τους στον αγώνα. Η συμβολή επίσης του Μίκη Θεοδωράκη για την πτώση του καθεστώτος της δικτατορίας είναι αδιαμφισβήτητη κι άρα η υποδοχή στην Ελλάδα, μετά την πτώση της δικτατορίας, θερμή.

1974-

Οι δυο μεγάλες συναυλίες που θα δώσει με την επιστροφή του θεωρούνται ιστορικές.

Μέσα στο γήπεδο βρίσκονται χιλιάδες κόσμου, πρόσωπα συγκινημένα, δακρυσμένα. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να είχαν παρακολουθήσει, πριν από δέκα χρόνια και την άλλη ιστορική συναυλία που είχε δοθεί στο γήπεδο της ΑΕΚ της Ν. Φιλαδέλφειας. Πολλοί έρχονται μαζί με τους γονείς τους που πολέμησαν στην Αντίσταση ή τα παιδιά τους, που έχουν ακούσει μόνο κρυφά τα απαγορευμένα τραγούδια. Πολλοί είναι τσακισμένοι από τις φυλακές και τις εξορίες, κάποιοι γνωρίζονται από εκείνα τα χρόνια. Νέοι άνθρωποι, έφηβοι ή φοιτητές, είναι επίσης μέσα στο γήπεδο και είναι οι ίδιοι που λίγο καιρό πριν έκαναν εξέγερση και βγήκαν απέναντι στα τανκς της Αθήνας για να ρίξουν με το σώμα τους τη Χούντα. Ανάμεσα στα πρόσωπα, δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που έχουν επιζήσει από τύχη. Ανάμεσα στα πρόσωπα δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που λείπουν, που εκτελέστηκαν κι έχουν οριστικά χαθεί. Σ’ αυτή τη συναυλία, τρεις γενιές συναντιούνται γύρω από μια ορχήστρα με μουσική που στο κέντρο της στέκεται ο Μίκης Θεοδωράκης.

Το κοινό είχε αργήσει να καταφτάσει εκείνη την ημέρα κι όταν τελικά άρχισε να τραγουδάει ήταν αρχικά μουδιασμένο, καθώς όλα αυτά τα απαγορευμένα τραγούδια για πρώτη φορά μπορούσε να τα τραγουδήσει, μετά από χρόνια, χωρίς φόβο. Η τελική νομιμοποίηση των κομμουνιστών, με οριστική κατάργηση του A.Ν.509, που ίσχυε από τα μεταπολεμικά χρόνια και τον Εμφύλιο πόλεμο, είχε γίνει μόλις την ίδια βδομάδα.

Μεταξύ εκείνων που έλειπαν από εκείνη τη συναυλία ήταν και ο Νίκος Μπελογιάννης, κομμουνιστής της Αριστεράς, που είχε εκτελεστεί στο Γουδή, όπως κι ο φίλος του συνθέτη, Βασίλης Ζάννος, περίπου 20 χρόνια πριν. Ο Μίκης Θεοδωράκης θα γράψει τη μουσική της ταινίας που αφορά την υπόθεση του Νίκου Μπελογιάννη, με τον τίτλο Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Θα αφιερώσει επίσης άλλους δύο δίσκους του, Κόκκινο Τριαντάφυλλο και Εκείνος ήταν μόνος, στη μνήμη του Αλέκου Παναγούλη. Ο ίδιος ο συνθέτης τοποθετεί επίσης στην εργογραφία του και μερικά ακόμη έργα που γράφτηκαν αναφορικά με βιώματα. Σ’ αυτά τα έργα συγκαταλέγονται: Μυθιστόρημα (Φυλακές Αβέρωφ), Κατάσταση Πολιορκίας, Νύχτα θανάτου, Τα Λαϊκά (Βραχάτι – κατ’ οίκον περιορισμός), Δέκα Αρκαδίες, Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού- (εξορία-Ζάτουνα), Raven, Canto General και Μπαλάντες (εξόριστος στο Παρίσι).

Συνοικία το Όνειρο

Είναι γεγονός, πως εκείνα τα χρόνια, πολλοί καλλιτέχνες διασταυρώθηκαν και συνεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Επιπλέον, ορισμένοι γνωριζόντουσαν σε ένα βάθος χρόνου – από τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Στην ΕΠΟΝ είχαν κάποτε πρωτοσυναντηθεί και ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μάνο Χατζιδάκι, κι εκεί άρχισε να σχηματίζεται η βαθιά φιλία που τους έδεσε, παρά τις περιστασιακές διαφωνίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις, βοήθησε στην αρχή της καριέρας του τον Μίκη Θεοδωράκη, την εποχή που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι στην Ελλάδα και πρωτοξεκινούσε, γράφοντας μουσική, μεταξύ άλλων, για την Όμορφη πόλη ή τη Συνοικία το Όνειρο. Απομονώνοντας τους τίτλους εκείνων των έργων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως είναι χαρακτηριστικοί των μεταπολεμικών χρόνων, όπου με κάποιο τρόπο όλοι προσπαθούσαν να αναστήσουν απ’ τις στάχτες ένα όνειρο. Η λεγόμενη γενιά της «Ευθύνης και του Χρέους»*, όπως την ονόμαζε ο Μίκης Θεοδωράκης, μετά από τόσους πολέμους, έψαχνε κι αυτή να βρει το ίδιο ακριβώς: ένα κάποιο μερίδιο ομορφιάς, ονείρου κι ευτυχίας σε έναν ελεύθερο και με ίσα δικαιώματα κόσμο.

Επίλογος

Ο Μίκης Θεοδωράκης πάντως, μαζί με τους ποιητές, τους στιχουργούς κι όσους άλλους καλλιτέχνες μπήκαν στο κίνημα της λεγόμενης πολιτικοποιημένης ή μαχόμενης τέχνης εκείνης της εποχής, κατάφερναν, έστω και προσωρινά, να φτιάχνουν, τέτοιες μικρές, ελεύθερες συνοικίες ονείρου. Συνοικίες που ερχόντουσαν ένας, δυο, τρεις, χίλιοι δεκατρείς φίλοι και γελαστά παιδιά έπαιζαν. Συνοικίες με κορίτσια που φορούσαν καθημερινά φορέματα και χτενάκια στα μαλλιά και αγόρια με κόκκινα γαρύφαλλα στο χέρι. Συνοικίες γεμάτες τέχνη, ιδέες και τραγούδι.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, πέθανε ως ιδεολόγος κομμουνιστής, με πίστη στο πολίτευμα της Δημοκρατίας και αγωνιστής για την Ειρήνη. Πέθανε ως συνθέτης, μουσικός και καλλιτέχνης.

Θα μείνει στην Ιστορία ως ο πρώτος μουσικοσυνθέτης που έφερε την ποίηση στο στόμα του Λαού.

*Το Χρέος αποτελεί κείμενο που έγραψε και διακίνησε παράνομα σε φυλλάδια αμέσως μετά την άνοδο της Δικτατορίας. Τα κείμενα όλης εκείνης της περιόδου κυκλοφορούν σε βιβλίο από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Το υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί αναφορικά με δηλώσεις του βρίσκεται στον Οδηγό Μίκης Θεοδωράκης (επίσημη ιστοσελίδα του έργου του).

Ιστορικές πηγές μεταξύ άλλων, Ο ελληνικός 20ος αιώνας, Αντώνης Λιάκος, εκδόσεις Πόλις.