Όταν ο Anton Diabelli, επιθυμώντας να δοκιμάσει τις δυνάμεις του ως εκδότης, ανέθεσε σε πολλούς γνωστούς συνθέτες της εποχής του να γράψουν μια παραλλαγή σε ένα θέμα που συνέθεσε ο ίδιος το 1819 με σκοπό να τις δημοσιεύσει όλες μαζί, δεν μπορούσε πιθανώς να φανταστεί ότι ο σπουδαιότερος απ ‘αυτούς, ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, θα έγραφε όχι μία, αλλά τριάντα τρεις παραλλαγές! Γιατί θα αναρωτηθείτε και όχι αδίκως. Ο Μπετόβεν είχε πιθανόν την επιθυμία να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους, σαφέστατα λιγότερο σημαντικούς συναδέλφους του ή ενδεχομένως είχε ζήλο να αναζητήσει τις εκ βαθέως δυνατότητες ενός θέματος που αρχικά χλευάσθηκε με περιφρονητικά σχόλια από πολλούς ειδήμονες της εποχής. Στα Diabelli Variations, ο Μπετόβεν μετέτρεψε το αρχικό, μπανάλ θα λέγαμε, θέμα (αυτό το μικροσκοπικό βαλς που λειτουργεί ως αφετηρία για τις μουσικές παραλλαγές) σε υπερβατική σύνθεση. Από το σχεδόν τίποτα δημιούργησε ένα έργο το οποίο μας κατακλύζει με το μεγαλείο του, γεμάτο παράδοξα, διττά νοήματα, που δεν είναι εύκολα κατανοητό, ενδεχομένως λίγο περίπλοκο και πειραματικό για τα δεδομένα της εποχής. Αυτό το υπόβαθρο, ακριβώς όπως το περιγράφουμε, αποτέλεσε την αφετηρία, το τέλειο έδαφος δοκιμών για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του ο εκπληκτικός πιανίστας & συνθέτης Uri Caine.
O Uri Caine, ο οποίος έχει πειραματιστεί με το πάντρεμα της jazz με την κλασική μουσική στο παρελθόν (Mahler, Wagner, Schumann και Bach), αντιμετωπίζει τώρα μια άλλη μεγάλη πρόκληση: τη μουσική ενός συνθέτη που έχει ταυτιστεί με την έννοια της καινοτομίας. Ο πειραματισμός με τα τελευταία έργα του Μπετόβεν ενέχει ιδιαίτερο κίνδυνο, καθώς προς το τέλος της ζωής του ο συνθέτης απομόνωσε τον εαυτό του σε έναν εσωτερικό, δύσκολα προσβάσιμο κόσμο. Τα έργα του έγιναν αληθινοί εσωτερικοί μονόλογοι και ήταν το μόνο άτομο που γνώριζε τα κλειδιά για να κατανοήσει το νόημά τους. Μία επιπλέον δυσκολία του project ήταν ότι ο Uri Caine δεν παίζει solo πιάνο τις παραλλαγές, αλλά μαζί με ένα από τα καλύτερα ορχηστρικά σύνολα της εποχής μας, το Concerto Köln! Κατά τη διάρκεια του κοινού ταξιδιού τους, το πιάνο και η ορχήστρα διαφωνούν, συναντιούνται, χωρίζουν, αστειεύονται, παίζουν, σιωπούν… Το πιάνο δεν είναι πρωταγωνιστής (όπως θα συνέβαινε σε ένα κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα) και η ορχήστρα δεν έχει υποστηρικτικό ρόλο. Και οι δύο χρειάζονται ο ένας τον άλλον, και οι δύο δείχνουν διαφορετικούς τρόπους αλληλεπίδρασης. Μερικές φορές σχηματίζουν ένα σύμπλεγμα (παραλλαγή XII), άλλες φορές το πιάνο μπαίνει στην ορχηστρική υφή, προσθέτοντας μια νέα, πρωτότυπη φωνή (παραλλαγή XX), κάποιες φορές το πιάνο παίζει μόνο του, συνήθως σε ζευγάρια παραλλαγών (Παραλλαγές V-VI, XVI-XVII) αλλά πάντοτε, ο ξεχωριστός χαρακτήρας της κάθε παραλλαγής σε σχέση με την πρωτότυπη σύνθεση παραμένει αμετάβλητος.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις προσεγγίσεις του Uri Caine στην κλασική μουσική, οι παραλλαγές Diabelli αποτελούν έναν εκπληκτικό συνδυασμό του παρελθόντος και του παρόντος. Το γεγονός ότι έχει επιλέξει να παίξει, όπως και τα μέλη του Concerto Köln, σε όργανο εποχής (ένα υπέροχο πιάνο που κατασκευάστηκε το 1839 από τον Erard) είναι από μόνο του μια δήλωση προθέσεων. Ο Uri Caine έχει επίσης αποφασίσει να ακολουθεί τα σημάδια επανάληψης της μουσικής γραφής της πρωτότυπης σύνθεσης του Mπετόβεν αλλά σε κάθε επανάληψη οι αυτοσχεδιασμοί δεν είναι ίδιοι. Η αντήχηση του βαλς – οι αρμονίες του, το μελωδικό περίγραμμά του – είναι πάντα παρούσα στους αυτοσχεδιασμούς του Uri Caine, τους οποίους απολαμβάνουμε όπως το ρεφραίν σε ένα τζαζ κομμάτι. Ο Uri Caine καταφέρνει να συνδυάσει, με θαυματουργό τρόπο, την τζαζ με το παράξενο, αλάνθαστο στυλ των τελευταίων συνθέσεων της ζωής του Μπετόβεν.
Η στιλιστική άποψη της Winter & Winter να συμπεριλάβει τις παραλλαγές του αρχιτέκτονα Paul Schmitthenner (1884-1972) σε ένα σπίτι είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος για την απεικόνιση των παραλλαγών Diabelli του Uri Caine. Ο Schmitthenner, ο οποίος πίστευε ότι η ομορφιά βρίσκεται στη γεωμετρική τάξη, μαζί με τον Uri Caine μιλούν ουσιαστικά την ίδια γλώσσα, ανεξάρτητα από το εάν οι σκέψεις τους εκφράζονται με γραμμές ή με νότες. Και οι δύο ξεκινούν από μια πρωτόλεια ιδέα, παραιτούνται από την δεξιοτεχνική τελειότητα και καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα. Η πραγματικότητα μπορεί να φαίνεται πάντα η ίδια, αλλά στην ουσία είναι πάντοτε διαφορετική. Ευτυχώς, παρά το τεράστιο βάρος του ονόματος και της κληρονομιάς του, ο Uri Caine εξερευνά (και) τον Μπετόβεν όπως έκανε πάντα, χωρίς προκαταλήψεις και φόβο. Για να το πούμε με τα λόγια του Μπετόβεν (σε επιστολή προς τον Αρχιδούκα Ρούντολφ): «Στον κόσμο της τέχνης… η ελευθερία και η πρόοδος είναι οι κύριοι στόχοι». Μπράβο Uri Caine, μπράβο Winter & Winter για ένα ακόμη μουσικό διαμάντι!
To κείμενο είναι από τον Luis Gago και είναι δημοσιευμένο και μεταφρασμένο στο πέμπτο τεύχος του YELLOWBOX. _YB